9 Mar 2011

Ζητείται τίτλος-1


Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου.
Σκέφτηκε να αποφύγει την κίνηση και ο μόνος τρόπος ήταν να πάρει το στενάκι και να βγει μπροστά κανα χιλιόμετρο. Ήξερε τους δρόμους της περιοχής για να το κάνει άνετα, αλλά κάτι τον σταμάταγε.
«Δεν ξέρω τι να κάνω» σκέφτηκε «Να πάω από κει ή να συνεχίσω το δρόμο μου»?
Διάφορες σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό του και δεν τον άφηναν να αποφασίσει.
«Τι διάολο έπαθα πάλι? τι είναι τούτο που μου συμβαίνει»?

Το είχε ξαναπάθει αυτό, θυμόταν την ημέρα που έπρεπε να βάλει στην εφημερίδα την αγγελία του γάμου του. Έκανε βόλτες στο τετράγωνο που είχε πάει για να δώσει το χαρτί που είχε έτοιμο με τα στοιχεία για να δημοσιευθεί.
Έτσι και τότε δεν μπορούσε να αποφασίσει, κάτι τον σταμάταγε και δεν έμπαινε μέσα στα γραφεία.
Μετά από 15 βόλτες γύρω, χωρίς να το θέλει μπήκε μέσα και έδωσε το χαρτί.
Μηχανικά. Έτσι χωρίς να είναι αυτός. Το μόνο που σκέφτηκε τελευταία στιγμή ήταν η υπόσχεση που είχε δώσει στην κοπέλα και στους γονείς της.
«Δεν γίνονται αυτά, δεν μπορώ τώρα να υποχωρήσω» ήταν η τελευταία σκέψη πριν μπει μέσα. Και σταμάτησε να σκέφτεται, γιατί αν ξανασκεφτόταν κάτι, θα ήταν «όχι δεν θέλω ρε παιδιά, δεν θέλω να παντρευτώ...α στο διάολο και οι υποσχέσεις και οι δεσμεύσεις».

Γιατί ποιος δέσμευε τον άλλον? 50 φορές της είχε πει ότι δεν γουστάρει να παντρευτεί, κι αυτή πάλι επέμενε.
Και σε 1 που, από μαλακία του? ήταν η «κακιά ώρα»? η «κακιά στιγμή»? είπε ένα ναι το έδεσε?
Δεν τα σκέφτηκε αυτά, τα είχε σκεφτεί άλλες φορές και αν τα ξανασκεφτόταν τώρα δεν θα έμπαινε μέσα να επισημοποιήσει το θέμα.
Άδειασε ηθελημένα το μυαλό του και με βήματα που πήγαιναν μόνα τους, έφτασε στο γκισέ.
-Μια αγγελία γάμου, είπε, θέλω να δώσω.
-Περιμένετε στη σειρά σας κύριε, του απάντησε η κοπέλα μέσα από το τζαμάκι.
«Αη στο διάολο και συ» είπε μέσα του «βαλτή είσαι»?
Προσπάθησε να δει κανα πίνακα, καμιά φωτογραφία, κάτι τέλος πάντων να απασχολήσει το επίμονο να σκεφτεί μυαλό του αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκεί μέσα.
Η κοπέλα τον φώναξε παραξενεμένη που τον είδε να κοιτάει επίμονα το ταβάνι.
-Ορίστε κύριε...τι θέλετε?

Είχε έρθει η σειρά του
Πήγε γρήγορα και της έδωσε το χαρτί
-Πότε θέλετε να δημοσιευθεί? την Τετάρτη ή την Παρασκευή που μας έρχεται?
Δεν της απάντησε παρά την κοίταγε στα μάτια.
Περίμενε κάτι να συμβεί. Μια πλημμύρα, ένας σεισμός μια φωτιά...κάτι τέλος πάντων να γλιτώσει από αυτό το μαρτύριο. Αλλά δεν συνέβη τίποτα απ όλα αυτά.
Το μόνο που συνέβη ήταν να ξανακούσει τη φωνή της κοπέλας.
-Θα το βάλουμε για την Τετάρτη.
Πλήρωσε και έφυγε γρήγορα.

Και παραδόξως, στο δρόμο ανακάλυψε ότι ήταν ανακουφισμένος.
«Αυτό ήταν, μια απόφαση είναι, ας το διάολο, ότι είναι να γίνει θα γίνει»
Η μοίρα αποφασίζει για όλα τα πράγματα και η ζωή του καθενός είναι γραμμένη σε κατάστιχα που δεν μπορεί να τα αλλάξει κανένας.
«Ναι αλλά...ποια μοίρα αποφασίζει?, αν εγώ δεν πήγαινα σήμερα δεν θα πήγαινα ποτέ να δώσω αγγελία γάμου...ποια μοίρα...εγώ αποφάσισα»
Έτσι νόμιζε, ότι αυτός αποφάσιζε. Και αφού αποφάσιζε αυτός γιατί πήγε?
Γιατί να πλησιάσει καν τα γραφεία?
Εδώ είχε έτοιμο το χαρτί με τα ονόματα και τα ρέστα.
«Δεν θα το ξανασκεφτώ, ας γίνει ότι είναι να γίνει»
Το βράδυ που είδε την κοπέλα της είπε ότι όλα ήταν εντάξει με το θέμα.
-Σε ποια εφημερίδα την έβαλες?
-Στο Βήμα, θα τη βάλουν την Τετάρτη.
Δεν ήταν ότι δεν ήξερε τι ήθελε.
Ήξερε τι ήθελε.
Ή μάλλον ήξερε τι δεν ήθελε. Δεν ήθελε να παντρευτεί. Δεν ήθελε να τη χάσει βέβαια αλλά...

-Γιατί να παντρευτούμε? δεν μπορούμε να ζούμε έτσι?
-Μα πόσο θα ζούμε έτσι μωρό μου? 7 χρόνια είμαστε έτσι.
-Και τι θα μας κάνει ένας γάμος? πάλι μαζί δεν θα είμαστε?
-Ακριβώς, πάλι μαζί θα είμαστε, καλό θα μας κάνει όχι κακό.
Με τις γυναίκες είναι αλήθεια ότι δεν τα βγάζει κανείς πέρα.
3 ώρες συζήτηση να έκαναν στο ίδιο σημείο θα κατέληγαν.
Δεν φοβόταν τον γάμο σαν γάμο, ούτε φοβόταν τον παπά, ούτε κανέναν ...
Στην αρχή νόμιζε ότι φοβόταν αυτήν την ίδια και κατά πόσο θα «άλλαζε».
Αλλά τελικά φοβόταν την αλλαγή που θα γινόταν μέσα του.
Φοβόταν τον ίδιο τον εαυτό του.
«Δεν μπορώ να λειτουργήσω σε συνθήκες υποχρέωσης. Δεν μπορώ να κάνω κάτι γιατί είμαι υποχρεωμένος να το κάνω»
«Δεν μπορώ να μένω με μια γυναίκα γιατί θα είμαι αναγκασμένος»
Τι αναγκασμένος? εξαναγκασμένος καλύτερα να πεις.
Θα έπρεπε να «λογοδοτεί» σε ολόκληρο το σόι για ότι γινόταν μεταξύ τους.

Από την άλλη...
Δεν ήθελε και να τη χάσει.
Και θα την έχανε αν δεν το έκανε.
Του το είχε πει – με τον τρόπο της βέβαια – αλλά το κατάλαβε καλά τελικά.
-Δεν έχω άλλα περιθώρια, πρέπει να κοιτάξω και γω τι θα κάνω.
Τι εννοούσε αυτό?
Ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Τι ξεκαθάρισμα...καθαρός εκβιασμός!
Ή παντρευόμαστε ή χωρίζουμε.
Και πότε το είχε ξεστομίσει αυτό?
«Με έκανες και συνήθισα να ζω στην αγκαλιά σου» λέει ένα παλιό τραγούδι.

Του έκανε όλα τα χατίρια.
-Καφεδάκι θες? καφεδάκι.
-Τι θες να σου μαγειρέψω αγάπη μου? ψαράκια? ψαράκια
-Θες μακαρονάδα? θες πατάτες τηγανητές?
Ότι ήθελε. Όλα τα κέφια.
Βλέπεις τον τελευταίο καιρό συζούσαν. Τι συζούσαν δηλαδή...
Αυτός ήταν ο Πασάς και αυτή ήταν η υπηρέτρια.


Συνεχίζεται?






araxtos

2 comments:

  1. Η συνήθεια είναι (μάλλον) κακός σύμβουλος..

    (..χαίρομαι που βρήκα το blog σου, μου άρεσε το κείμενο!)

    ReplyDelete