Ο δυνατός θόρυβος του όπλου έκανε όλα τα πουλιά να σκορπίσουν τρομαγμένα.
Αυτό το «μπαμ» το ήξεραν καλά και χτύπαγε μέσα στην καρδιά τους.
Σκόρπισαν όλα έκτός από ένα...
Η μπεκάτσα είχε πληγωθεί θανάσιμα.
Τα σκάγια την είχαν βρει στο στήθος αλλά και στα φτερά.
Κανείς δεν ήξερε αν ήθελε πλέον να ζήσει η ίδια μετά από τη ζημιά που έπαθαν τα φτερά της.
-Έλα Τζακ...τι χαζεύεις? φώναξε ο κυνηγός στο σκυλί του που το είδε ότι κοιτούσε γύρω-γύρω χωρίς να έχει αποφασίσει προς τα που να πάει.
Ο Τζακ κούνησε το κεφάλι απελπισμένα και έτρεξε προς τα δυτικά. Κάπου εκεί θα έπρεπε να είχε πέσει το θήραμα. Μυριζόταν κάθε πιθαμή του χώρου και έτρεχε αφήνοντας το ένστικτο μαζί με την όσφρηση να το οδηγήσει.
«Καλό πουλόσκυλο» σκέφτηκε ο κυνηγός «από τα καλύτερα που είχα ποτέ»
Αλλά δεν ήθελε να το αφήσει μόνο του να τεμπελιάσει και κάθε τόσο του έβαζε τις φωνές
-Άντε ρε άχρηστε, ακόμα να το φέρεις?
Το σκυλί έφτασε σε ένα σημείο και σταμάτησε μυρίζοντας το χώμα και κοιτώντας πάνω.
Η μπεκάτσα είχε σκαλώσει στα κλαριά του δέντρου.
Ήταν ακόμα ζωντανή.
Έκανε μερικά βηματάκια με το ζόρι, προσπαθούσε να πετάξει όταν κατάλαβε ότι έφτασε το σκυλί, αλλά δεν μπορούσε. Αυτό που κατάφερε ήταν να πέσει ακόμα πιο κάτω σε άλλο κλαδί.
Ακόμα πιο κοντά στο στόμα του αλαφιασμένου σκύλου.
Ήταν το δέντρο που καθόταν πριν την πάρουν τα σκάγια στο στήθος και στα φτερά.
Το ήξερε ότι κινδύνευε. Ότι ειδικά αυτό το πρωινό κινδύνευε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Είχε ακούσει από πολύ νωρίς μερικά σμπάρα σε κάποια απόσταση και ήξερε ότι το πιθανότερο ήταν να την πετύχουν. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Η φωλιά με τα μικρά της ήταν εκεί και δεν ήθελε να απομακρυνθεί πολύ για να βρει κάτι να φάνε.
Έπρεπε να γυρίσει γρήγορα να τους φέρει τροφή και να τα ζεστάνει.
-Έλα ρε άχρηστε κοπρίτη...που στο διάολο είσαι?
Ο κυνηγός ερχόταν με το δάχτυλο στη σκανδάλη και σημαδεύοντας όπου άκουγε και τον παραμικρό θόρυβο.
Αυτές τις στιγμές ήταν κίνδυνος θάνατος για όποιον τυχαία περνούσε από κει. Ακόμα και για το σκυλί του.
Ήξερε ότι πολλά σκυλιά τους τα είχαν σκοτώσει διάφοροι εκκολαπτόμενοι κυνηγοί.
Του είχε συμβεί και του ίδιου. Είχε πυροβολήσει το καλύτερο λαγόσκυλο που είχε ποτέ και το είχε σκοτώσει κατά λάθος, νομίζοντας ότι ήταν λαγός...
Το ήξερε, αλλά...εκτός από το να πετύχει την μπεκάτσα, όπως συμβαίνει πάντα ένας απροσδιόριστος φόβος κυριεύει τους κυνηγούς όταν βρίσκονται μόνοι μέσα στην ερημιά. Ποτέ δεν το παραδέχονται και προσποιούνται ότι είναι το θήραμα που τους ενδιαφέρει αλλά οι ίδιοι ξέρουν τι συμβαίνει χωρίς να μπορούν να καταλάβουν το γιατί.
Ο Μανώλης, ο «τρελός του χωριού» τους είχε πει μια φορά στο καφενείο...
-Σας κυνηγούν τα φαντάσματα των άτυχων ζώων που έχετε σκοτώσει παλιομασκαράδες...
Ήταν τότε που τον πλάκωσαν όλοι μαζί στο ξύλο το φουκαρά τον Μανώλη αλλά αυτή η κουβέντα έμεινε καρφωμένη στο μυαλό τους για πολύ καιρό και κάθε τόσο τους ερχόταν για να τους κυριεύσει μερικές στιγμές, ειδικά όταν δεν είχαν δίπλα τους το σκυλί.
Ο κυνηγός έριξε ένα ακόμη σμπάρο στον αέρα δεν σημάδευε τίποτα, αλλά έτσι, για να εξορκίσει αυτή τη φράση του Μανώλη.
Ξαναγέμισε και έκανε μερικά βήματα στην κατεύθυνση που πήγε το σκυλί.
Μέχρι που το είδε. Είχε καρφωμένο το βλέμμα του ψηλά, στο δέντρο και γρύλιζε ενοχικά αφού δεν μπορούσε να ανέβει και να το φέρει στο αφεντικό του.
Με ένα αίσθημα ανακούφισης και ασφάλειας αφού είχε βρει το σκυλί του στάθηκε για λίγο και ζύγισε τα πράματα.
Είδε την πληγωμένη μπεκάτσα πάνω στη διχάλα ενός κλαδιού με μισανοιγμένα τα φτερά της να προσπαθεί να ισορροπήσει.
«Είναι πληγωμένη» σκέφτηκε. «Αν ήταν καλά θα μου την είχε κοπανίσει ..οπότε...την έχω στο χέρι».
Σήκωσε το όπλο για να της δώσει τη χαριστική βολή, αλλά το μετάνιωσε.
«Τι θα μείνει»? σκέφτηκε πάλι το τετραπέρατο μυαλό του.
Και αλήθεια ήταν. Τι θα έμενε από τη μπεκάτσα αν την πυροβολούσε από απόσταση 3-4 μέτρων για φαΐ? τίποτα. ένα μάτσο σκάγια. Συν αυτά που είχε ήδη φάει...τρέχα γύρευε.
Αποφάσισε ν ανέβει και να την πιάσει.
Το πολύ πολύ αν του έφευγε θα έπεφτε κάτω όπου καραδοκούσε ο Τζακ...
-Κοίτα ρε πούστη μου τι τραβάμε για μια μπεκάτσα...και μετά έχεις και το Μανωλάκη...αλλά τρελός είναι... ο μαλάκας...
Ήταν σχετικά γυμνασμένος, αλλά τα είχε και τα κιλά του. Όχι βέβαια από τις μπεκάτσες που είχε φάει. Σιγά μην είχε φάει μπεκάτσες, στα παιδιά τις πήγαινε και στη γυναίκα.
Άσε που κάθε τόσο ήθελε και ο κουμπάρος...άσε και ο πεθερός του...
Άσε και ο ξάδερφος του βουλευτή που όποτε τον έβλεπε αντί για καλημέρα του έλεγε...
-Θανάση, πως πήγε το κυνήγι σήμερα?
-Τίποτα κυρ Σταύρο...κεσάτια...είναι και η απαγόρευση ξέρεις...
-Ποια απαγόρευση ρε Θανασάκη...εξουσία είμαστε...άσε τα σάπια...
Τι να πει ο Θανασάκης. Είχε καταντήσει αιχμάλωτος του χόμπι του.
Από κει που παλιά ήταν μια ικανοποίηση και μόνο...
Θυμόταν πρόπερσι...που είχε σκοτώσει 32 μπεκάτσες σε ένα πρωινό!
Τις είχε καρφώσει σε μια σανίδα και τις είχε περάσει κολάρο στον ώμο του...
Πανηγύρι έγινε στο καφενείο...
Όλο το χωριό έφαγε μπεκάτσα!
Που λέει ο λόγος δηλαδή.
Όλο το καφενείο, εκτός βέβαια του Σωτήρη και τις παρέας του.
Όχι θα έδινε στους εχθρούς του να φάνε μπεκάτσα!
Εντάξει, το μισό καφενείο, καμιά 15ρια άνθρωποι.
Τις έκανε φουρνάτες η κυρά Ζωή και έγλυφες και τα δάχτυλά σου.
Μόνο που ο ίδιος ο Θανάσης δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του.
-Θανασάκη...εσύ ρε γιατί δεν τρως?
Τι να της πει τώρα της κυρά Ζωής...
Το στομάχι του ανακατευόταν μόνο με την ιδέα ότι θα βάλει στο στόμα του μπεκάτσα.
-Έχω φάει κυρά Ζωή...φάτε εσείς, άλλωστε έχω κρατήσει 5 πουλιά για το σπίτι, να τα φάμε μαζί με την οικογένεια.
Έτσι έκανε το σπορ του ο Θανάσης και έβγαζε και τα κεράσματα και τις υποχρεώσεις του στο καφενείο.
Αλλά σήμερα...
Μία είχε καταφέρει να πετύχει από το πρωί και μία τώρα δύο.
Και ακόμα τη δεύτερη δεν την είχε στην τσέπη του
«Θα φάω πάλι δούλεμα στο καφενείο» σκέφτηκε και ανατρίχιασε.
«Τουλάχιστον να πιάσω κι αυτή να μην πάει στράφι η μέρα μου»
Σ αυτές τις σκέψεις βυθισμένος δεν κατάλαβε ότι είχε πιαστεί από ένα αδύναμο κλαδί στην προσπάθειά του να ανέβει πιο ψηλά για να κάνει την τελική κίνηση και να βουτήξει αυτήν την αναθεματισμένη μπεκάτσα...
Με το «κρακ» του κλαδιού που έσπασε, βρέθηκε φαρδύς πλατύς στο χώμα.
Αμέσως έκανε να σηκωθεί με το φόβο μην είχε σπάσει κανένα κόκαλο...
Ευτυχώς γ αυτόν δεν είχε σπάσει τίποτα.
Ένα μικρό χτύπημα στον γοφό και τα λασπωμένα ρούχα.
Αυτές ήταν εν ολίγοις οι απώλειες.
Πήρε μια ανάσα και κοίταξε το σπασμένο κλαδί.
Και τότε είδε τη φωλιά...
Πάνω στο κλαδί υπήρχε μια φωλιά με 5-6 μικρά.
Παρ όλο που είχε σπάσει και είχε πέσει κάτω, κανένα από τα μπεκατσάκια δεν είχε βγει από τη φωλιά.
Όλα ήταν μέσα.
Μόνο τα μικρά κεφαλάκια έβγαζαν και κοίταζαν.
Είχαν ανοιχτό το στόμα και προσπαθούσαν να βγάλουν κάποιον ήχο χωρίς να τα καταφέρνουν.
Αλλά το χειρότερο ήταν ότι τον κοίταζαν στα μάτια!
Με έναν τρόπο σαν να περίμεναν να τα ταΐσει!
Το σκυλί, μία κοίταζε το αφεντικό του, μία τα μικρά, περιμένοντας κάποιο σύνθημα γιατί ήταν φανερό ότι δεν ήξερε τι να κάνει.
-Άς το διάολο και σεις.
Φώναξε δυνατά ο κυνηγός πριν τους ρίξει μια γερή κλωτσιά πάνω στη φωλιά τους.
-Πάμε Τζακ...
Λίγο πιο πέρα πέταξε και την άλλη που είχε καταφέρει να σκοτώσει.
«Δεν μπορώ να πω ότι βγήκα για κυνήγι σήμερα,...θα γίνω ρεζίλι των σκυλιών με ένα πουλί» σκέφτηκε ο Θανάσης.
Η μπεκάτσα έκανε μια τελευταία προσπάθεια.
Παραδόξως βρήκε τη δύναμη, και έκανε μια κίνηση πέφτοντας κάτω και ακόμα μία για να βρεθεί κοντά στα μικρά της που είχα πέσει έξω από τη φωλιά.
Άνοιξε όσο μπορούσε, αφού την πόναγαν αφόρητα, τα φτερά της και κατάφερε να τα σκεπάσει.
Και κει όπως ήταν έμεινε για πάντα ακίνητη...
araxtos & μπεκατσοκυνηγοί
Απίστευτο κείμενο! Μπράβο σου! Θα μπορούσα να το φιλοξενήσω σε κάποιο blog μου;
ReplyDeleteΦυσικά
ReplyDeleteΑναφέροντας την "πηγή"
Νάσε καλά για τα καλά σου λόγια.
Α...στείλε (αν το βάλεις) και κανα λινκ για να το δούμε.