Ανάμεσα στο τι ειπώθηκε που δεν εννοούνταν και στο τι εννοούνταν που δεν ειπώθηκε η αγάπη χάθηκε H. Cibran
10 Apr 2006
Ποκοπίκο-Οδύσεια
2,5 χρόνια πέρασαν
1.000 μέρες (περίπου)
Και 1.000 νύχτες (περίπου)
Που ο Ποκοπίκο έμεινε στην ξενιτιά
Στην ζούγκλα της πόλης
Και γύρισε.
Στη ζούγκλα της ζούγκλας.
Μαζεύτηκαν όλα τα ζώα να τον υποδεχθούν.
Μαζί και ο Ταρζάν και η Τζέην.
Και η Χουχού.
Και ο Πικοπόκος.
Χαρά μεγάλη στη ζούγκλα της ζούγκλας.
Γύρισε ο Ποκοπίκο. Μεγάλο γεγονός.
Μερικά ζώα αυτοκτόνησαν από τη χαρά τους.
Για να προσφέρουν το φρέσκο (και ντόπιο, όχι Βουλγάρικο) κρέας τους για να φάνε τα υπόλοιπα ζώα και να γλεντήσουν.
Ανάσταση έγινε στη ζούγκλα της ζούγκλας.
Αν και ήταν η μέρα του Ασώτου.
-Ποκοπίκο!
-Χουχού!
-Μπαμπά!
-Υιέ μου υιέ μου!
-Ποκοπίκο!
-Θείε Ταρζάν!
-Ποκοπίκο!
-Θεία Τζέην!
Και πάει λέγοντας
Και να τα φιλιά
Και να οι αγκαλιές
-Ποκοπίκο...που ήσουνα?
-Στην πόλη, αλλά μη με ρωτάτε πολλά, θα σας τα πω κάποια μέρα, αφήστε τώρα να γιορτάσουμε τον ερχομό μου.
-Ποκοπίκο, τι έκανες τόσο καιρό στην πόλη? δεν μας πεθύμησες? δεν σου λείψαμε?
-Έχασα το δρόμο, δεν ήξερα πως να γυρίσω, αλλά τελικά τον βρήκα και νάμαι πάλι, σαν και πρώτα.
-Καλά πως έχασες το δρόμο? δεν ήξερες, δε ρώταγες?
-Ρώταγα, αλλά τι να σας πω. Πολύ κακοί οι άνθρωποι της πόλης, άλλος με έστελνε από δω...άλλος από κει...άστα σου λέω.
-Ποκοπίκο, να μας τα πεις όλα με το ν και με το σ
-Θα σας τα πω, αλλά όχι τώρα, είμαι πολύ κουρασμένος, θέλω να ξεκουραστώ.
Να κοιμάμαι ένα μήνα για να συνέλθω. Που είναι το κρεβάτι μου....
Και κοιμήθηκε.
Και πέρασε ένας μήνας ακριβώς για να ξυπνήσει
Αλλά οι κάτοικοι της ζούγκλας ανυπομονούσαν.
Περίμεναν πως και πως να τους πει ο Ποκοπίκο τι έγινε. Κάθε τόσο όλο και πήγαινε κάποιος να τον ξυπνήσει, αλλά αυτός κοιμόταν τόσο βαριά που δεν καταλάβαινε. Δεν άκουγε με τίποτα.
Μέχρι και ο ελέφαντας μπήκε στο δωμάτιό του και έσκουζε με κείνη την αγριοφωνάρα του....
-Ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι
ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιαααααααααααααααααααααααααααααα
Η Χουχού όμως τους έδιωχνε.
-Άστον να κοιμηθεί ρε ελέφαντα τον άνθρωπο. εν βλέπεις ότι είναι εξαντλημένος?
Και έφευγε ο ελέφαντας και πέρναγαν οι μέρες....
Μέχρι που κάποια στιγμή, όταν είχε περάσει ένας μήνας αγανάκτησαν πια με την αφεντιά του και τον ξύπνησαν
-Ξύπνα Ποκοπίκο....του φώναζαν όλοι μαζί και επειδή δεν ξύπναγε του πέταξαν ένα κουβά νερό στη μούρη...μέχρι που....ξύπνησε.
-Που βρίσκομαι? που είμαι? ποιοι είναι όλοι αυτοί? ποιά είσαι εσύ?
-Η Χουχού σου Ποκοπίκο μου, ξύπνα επι τέλους...θα πάει φαντάρος ο γιός μας και συ ακόμα θα κοιμάσε....
-Θα πάει φαντάρος? τι έγινε? κανας πόλεμος?
-Όχι αγόρι μου, ησύχασε, τρόπος του λέγειν...ξύπνα και θέλουμε να μας πεις τι έγινε στην πόλη...
-Καλά, θα σηκωθώ, κάνε μου ένα καφέ espresso και έρχομαι.
-Παλάβωσες Ποκοπίκο μου? τι είναι ο espresso?
-Καλά, κάνε μου έναν καφέ ότι έχεις και έρχομαι.
Και του έκαναν καφέ και σηκώθηκε από το ζεστό κρεβάτι ο Ποκοπίκος και άρχισε να τους εξιστορεί τι έγινε στην πόλη.
Κάθε τόσο σταμάταγε για να τους δώσει να καταλάβουν ότι είναι πολύ κακοί οι άνθρωποι της πόλης
-Πολύ κακοί...
-Καλά ρε αυτό μας το είπες 10 φορές, πάμε πάρα κάτω...είχες πάρει το λεωφορείο για να έρθεις στη ζούγκλα...τι έγινε μετά?
-Εκεί που λέτε, στο λεωφορείο, μου έκλεψαν το πορτοφόλι.
-Άντε...
-Ναι, μέσα στο στριμωξίδι, μου το άρπαξαν χωρίς να το καταλάβω. Έβαλα εγώ τις φωνές ...μέχρι που πλάκωσε η αστυνομία
-Τι είναι η αστυνομία?
-Αυτοί με τα καπέλα που μας φυλάν από τους κακούς, πως έχουμε εδώ τον ελέφαντα?
-Α....έτσι πες
-Ναι, και με πήγαν στο τμήμα
-Εσένα?
-Εμένα, ποιον άλλον
-Και γιατί σε πήγαν εσένα στο τμήμα και όχι τον κλέφτη?
-Για διατάραξη κοινής ησυχίας είπανε, επειδή φώναζα
-Σώπα...
-Ναι, και με έχωσαν μέσα σε ένα κελί
-.....................................................................
-Και για να φύγω είπανε έπρεπε να τους δώσω λεφτά
-Τι είναι τα λεφτά?
-Ευρώ
-Α...έτσι πες.
-Και που να τα βρω τα ευρώ?
-......................................................................................
-Μέχρι που ήρθε μια κυρία και πλήρωσε για μένα....
-Σώπα....
-Ναι, και με πήρε από κει και πήγαμε στο σπίτι της
-Τι είναι το σπίτι της?
-Πως είναι η σπηλιά μας?
-Ναι...
-Καμία σχέση, εκεί έχουνε και τηλεόραση
-Και τι είναι η τηλεόραση?
-Αμάν...με πρήξατε...καλά τίποτα δεν ξέρετε?
-Τι να ξέρουμε Ποκοπίκο.....
-Είναι ένα κουτί που κάθονται όλοι και τι κοιτάνε
-???
-Τέλος πάντων, πήγαμε σπίτι της και μου λέει «Πως σε λένε είπαμε νεαρέ» «Ποκοπίκο»
«Λοιπόν άκου Ποκοπίκο, εδώ θα μένεις, να και το κρεβάτι σου, να και ο κήπος, από που είσαι είπαμε»?
«Από τη ζούγκλα μαντάμ»
«Ωραία, θα ξέρεις να κλαδεύεις τα φυτά. θα μου περιποιείσαι λοιπόν τον κήπο και θα τρως και θα πίνεις τσάμπα»
«Μα θέλω να πάω στη Χουχού» της λέω εγώ
«Ποια είναι αυτή πάλι...»
«Η γυναίκα μου»
«Ρε άσε τη γυναίκα σου και τα πράσινα άλογα, μη σε ξαναστείλω στο κελί»...
-Υπάρχουν πράσινα άλογα Ποκοπίκο στην πόλη?
-Τρόπος του λέγειν. Αναγκάστηκα λοιπόν να μείνω εκεί για να μην με στείλει στο κελί.
Η Συνέχεια το Σεπτέμβρη
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
Ώστε γνώρισε ο Ποκοπίκο την κα Κίρκη; Και μετά και μετά: :-)
ReplyDeleteΕχει συνέχεια το θέμα.
ReplyDeleteΤαλαιπωρήθηκε πολύ ο ήρωάς μας...
γειά σου Vista