6 May 2006

Μακαρονάδα με string



















...-Χτύπησα στο δέντρο!
-Μα, πως έγινε αυτό?
-Όπως γύρισα να μιλήσω στο ζητιάνο, δεν πρόσεξα το δέντρο που ήταν ακριβώς πίσω μου και...έπεσα πάνω του.
-Τι λες Ποκοπίκο....
-Αυτό είναι από τα ανήκουστα...
-Και ο γέρος?
-Δεν πρόλαβα να τον δω, ένα γέλιο άκουσα μόνο και μόλις συνήλθα είχε φύγει.
-Και μετά? τι έγινε? δεν πιστεύω να μην πήρες ένα εισιτήριο πάρα πάνω?
-Πήγα να πάρω το λεωφορείο, αλλά πριν το πάρω έψαξα σε 3 περίπτερα να βρω ένα εισιτήριο για παν ενδεχόμενο, να έχω ρεζέρβα μια και είχα επηρεαστεί από αυτά που μου είχε πει και τα άκουγα ακόμα στα αυτιά μου...αλλά κανένας δεν είχε...τελικά μπήκα στο λεωφορείο...και...
-Και?
-Και?
-Και?
-Και μόλις είχα χτυπήσει το δικό μου εισιτήριο την είδα ...
-Ποια είδες?
-Ήταν μια πανέμορφη ξανθιά που με κοίταξε και με πλησίασε με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά...
«Με συγχωρείτε, μου είπε όλο χάρη, μήπως σας περισσεύει ένα εισιτήριο? γιατί δεν βρήκα πουθενά στη γειτονιά και ξέρετε, είμαι ξένη εδώ στα μέρη σας...»
Τρελάθηκα! την κοίταξα απορημένος...μα είναι δυνατόν? ψέλλισα αλλά τόσο δυνατά που το άκουσε... «σας ζητώ συγνώμη που σας ενόχλησα» μου είπε φανερά δυσαρεστημένη. Μέχρι που κάποια κυρία την φώναξε και της έδωσε εισιτήριο...
-Και το δεύτερο που είπε βγήκε σωστό...μας μένει η μακαρονάδα με τον κιμά.
-Ναι, εκείνη τη στιγμή αποφάσισα να μην πάω στο εστιατόριο για φαγητό και να μείνω σπίτι μου όλο το βράδυ...όχι παίζουμε.
-Καλά έκανες Ποκοπίκο
-Σωστή η σκέψη σου
-Όχι θα πέρναγε του παλιοζητιάνου η βλακεία.
-Μην βιάζεστε, περιμένετε να ακούσετε και τη συνέχεια...
-Δεν πιστεύω να έφαγες μακαρονάδα με κιμά...
-Κατά τις 11 χτύπησε το κουδούνι, ήταν η κοπέλα που έμενε από πάνω
«Ποκοπίκο, μου λέει, είδα φως και κατάλαβα ότι δεν κοιμάσαι»...
«Ναι, δεν κοιμάμαι ακόμα, τις λέω, έλα μέσα, συμβαίνει τίποτα»?
«Ε, να ...ξέρεις...έβαλα πλυντήριο και όπως τα άπλωσα κάτι μου έπεσε και μάλλον πρέπει να έχει πέσει στο μπαλκόνι σου»...
«Τι σου έπεσε? έλα να πάμε μαζί να δούμε»
Εκείνη τι στιγμή ακούστηκε το τηλέφωνο που χτύπαγε στο διαμέρισμά της και...
«Ποκοπίκο, χτυπάει το τηλέφωνο, πάω πάνω και...αν βρεις τίποτα κάνε τον κόπο και φέρτο μου...»
Όπως πάντα απαιτητικές οι γυναίκες, σκέφτηκα, την άφησα να φύγει και πήγα στο μπαλκόνι να ρίξω μια ματιά...και τι να δώ...!
-Τι είδες Ποκοπίκο?
-Τι ήταν Ποκοπίκο?
-Καμιά μακαρονάδα???
-Όχι αλλά....ήταν ένα κιλοτάκι!
-Κιλοτάκι?
-Ναι, κιλοτάκι string!
-!!!
-!!!
-Τι χρώμα?
-Σκάσε Χουχού
-Για λέγε Ποκοπίκο...
-Ένα string ροζ, τόσο μικρό που χώραγε άνετα μες στην παλάμη μου, όταν ανέβηκα πάνω να της το δώσω, η μικρή γειτόνισσα μόλις έκλεινε το τηλέφωνο...και...
-Και? λέγε, μας έσκασες...
-Και ένα γλυκό χαμόγελο απλώθηκε στο όμορφα χειλάκια της ...
«Ποκοπίκο, μου λέει, με συγχωρείς που σε έβαλα στον κόπο...είδες τι μικρά που είναι τα κιλοτάκια μου...που να τα απλώσεις και να μην πέσουν......»
Εγώ το κράταγα με τα δάχτυλα, από το κορδονάκι και πήγα προς το μέρος της για να το πάρει. Ήρθε κοντά μου αλλά δεν το πήρε. «Ποκοπικάκο, μου λέει, σ αρέσει αυτό το χρώμα? ξέρεις έχω απ όλα τα χρώματα και τις αποχρώσεις...»
«Ναι, τις λέω αμήχανα, ωραίο είναι το ροζ»
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια άγρια φωνή από την κουζίνα...
«Λίνααααα, δεν θα φας κορίτσι μου? με ποιον μιλάς τόση ώρα»?
«Θα φάω μαμά, ξέρεις είναι εδώ ο κος Ποκοπίκο, ο καινούργιος νοικάρης που μένει από κάτω» και απευθυνόμενη σε μένα μου λέει στο αυτί... «Ποκοπίκο...βάλτο στην τσέπη σου και θα κατέβω εγώ μετά να το πάρω»
Μόλις που πρόλαβα να το βάλω στην τσέπη μου και εμφανίστηκε η μαμά της.
«Ωραία, κάτσε νεαρέ μου να φας μαζί μας, σε 2 λεπτά θα σερβίρω»
«Κάτσε να φάμε Ποκοπίκο, η μαμά σε πήρε με καλό μάτι...ευκαιρία είναι να γνωριστείτε για να μπορώ να κατεβαίνω κάτω να κάνουμε παρέα»
-Δεν πιστεύω να έκατσες?
-Φυσικά θα έφυγες Ποκοπίκο...
-Έκατσα, και ήρθε η μαμά με 3 πιάτα και...μαντέψτε τι είχαν μέσα αυτά τα πιάτα!
-Στιφάδο?
-Σκάσε Χουχού
-Σκάσε Χουχού
-Μα, ξέρω ότι του Ποκοπίκο του αρέσει το στιφάδο!
-Είχαν....είχαν...μακαρονάδα με κιμά!!!
-!!!
-!!!
-!!!
-Εγώ μόλις τα είδα, γούρλωσα τα μάτια! Η μαμά της με είδε και ξίνισε! «πως κάνεις έτσι κύριε Ποκοπίκε...μη μου πεις ότι δεν σ αρέσει η μαγειρική μου»!
«όχι, δεν είπα αυτό, πως είναι δυνατόν, αλλά να...ποτέ δεν τρώω μακαρονάδα με κιμά, μήπως σας βρίσκονται μακαρόνια σκέτα»?
Η μαμά κοίταξε την κόρη και η κόρη εμένα... «μα, σοβαρά μιλάς Ποκοπίκο? έχεις σκοπό να προσβάλεις τη μαμά και τη μαγειρική της»?
‘Όχι, με τίποτα, αυτό το πιάτο φαίνεται ότι είναι αριστούργημα και αν και δεν τρώω μακαρονάδα με κιμά συνήθως, θα το φάω ευχαρίστως»
-Και τόφαγες?
-Ναι, το έφαγα και ζήτησα κι άλλο και έφαγα κι άλλο πιάτο μέχρι που έσκασα από το πολύ φαΐ.
-Είσαι βλάκας, δεν έπρεπε να φας
-Και τι νάκανε? έτσι που ήρθαν τα πράματα...
-Άρα είχε δίκιο ο ζητιάνος!
-Ναι, όλα που είπε βγήκαν σωστά και εγώ την άλλη μέρα έτρεξα στο πάρκο να τον βρώ
-Με το κιλοτάκι τι έγινε?
-Ήρθε η Λίνα να το πάρει?
-Το έχεις ακόμα?
-Σκάσε Χουχού...πες μας Ποκοπίκο, αλήθεια τι έγινε με τον ζητιάνο?
-Όχι, θέλω να μας πει πρώτα τι έγινε με το κιλοτάκι...






-Αποφασίστε τι θέλετε να σας πω για να συνεχίσω!




Συνεχίζεται

6 comments:

  1. egw psifizw string :) alla tha thela na mathw kapoia stigmi kai gia ton zhtiano

    ReplyDelete
  2. ...και την πίτα αφάγωτη...?
    ο Ποκοπίκο περιμένει να ψηφίσουν και άλλοι ...

    ReplyDelete
  3. strings υπάρχουν πολλά, ζητιάνος μόνο ένας, ψηφίζω ζητιάνο.

    ReplyDelete
  4. This comment has been removed by a blog administrator.

    ReplyDelete
  5. Και γω ζητιάνο ψηφίζω...
    Άρα...κέρδισε με 2-1 ψήφους

    ReplyDelete
  6. Ζητιάνος κάργα ! Αλλά δεν μπορώ να μην σχολιάσω ... θυσίες που απαιτούν τα στριγκάκια !

    ReplyDelete